- πλαστικοποίηση
- η, Ν1. (χημ.-τεχνολ.) χημική διεργασία που συνίσταται στην εισαγωγή ενός πλαστικοποιητή μεταξύ τών μακρομοριακών αλυσίδων ενός πολυμερούς2. φρ. «πλαστικοποίηση καυσίμου»αστροναυτ. μετατροπή τού στερεού καυσίμου ενός πυραύλου σε πλαστική μάζα3. η κάλυψη επιφάνειας με πλαστικό φύλλο ή βερνίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικοποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. plasticization].
Dictionary of Greek. 2013.